- ἀσχέδωρος
- ἀσχέδωροςwild boarmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασχέδωρος — ἀσχέδωρος, ο (Α) ονομασία του αγριόχοιρου στη Μεγάλη Ελλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ο τ. ασχέδωρος < *αν σχε δορF ος < ανασχείν + δόρυ «αυτός που προβάλλει αντίσταση στο ακόντιο» (πρβλ. μεν εγχής, μεν αίχμης «ο καρτερικός στη μάχη»). Ο τ. ανήκει στη … Dictionary of Greek
ἀσχεδώρου — ἀσχέδωρος wild boar masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσχέδωρον — ἀσχέδωρος wild boar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
deru-, dō̆ ru-, dr(e)u-, drou-; dreu̯ǝ- : drū- — deru , dō̆ ru , dr(e)u , drou ; dreu̯ǝ : drū English meaning: tree Deutsche Übersetzung: “Baum”, probably originally and actually “Eiche” Note: see to the precise definition Osthoff Par. I 169 f., Hoops Waldb. 117 f.; in addition… … Proto-Indo-European etymological dictionary